- ύσκα
- ηβλ. ίσκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ύσκα — η / ὕσκα, ΝΜΑ βλ. ίσκα … Dictionary of Greek
ίσκα — και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα) 1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές 2. η ξεραμένη σάρκα τού ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek